- γαγγάμη
- γαγγάμηsmall round netfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαγγάμῃ — γαγγάμη small round net fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγάμη — και γαγγάβα, η (Α γάγγαμον) είδος διχτυού με στερεό συρμάτινο σάκκο για συλλογή στρειδιών, σπόγγων, κοραλλιών (μτφ., «μέγα δουλείας γάγγαμον», Αισχ.) αρχ. το μέρος της κοιλιάς γύρω από τον αφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Χωρίς να… … Dictionary of Greek
γαγγάμας — γαγγάμᾱς , γαγγάμη small round net fem acc pl γαγγάμᾱς , γαγγάμη small round net fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάγγαμον — το (Α) βλ. γαγγάμη … Dictionary of Greek
γαγγάβα — η γαγγάμη* … Dictionary of Greek
γκαγγάβα — η η γογγάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γαγγάμη] … Dictionary of Greek
δράγα — και δράγγα και ντράγγα, η 1. βυθοκόρος 2. γαγγάμη, στρειδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drague < (αγγ.) drag «σέρνω»] … Dictionary of Greek
στρειδολόγος — ο, Ν (στην παράκτια αλιεία) αλιευτικό όργανο κατάλληλο για τη συλλογή στρειδιών και άλλων οστράκων, γαγγάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρείδι + λόγος*] … Dictionary of Greek
γαγγάμαι — γαγγάμᾱͅ , γαγγάμη small round net fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
gem- — gem English meaning: to grab, grip; be full Deutsche Übersetzung: “(with beiden Händen) greifen, fassen (Fessel), zusammendrũcken, pressen (clump, Kloß); hineinstopfen, vollpacken (Ladung, Gepäck)”, intr. “vollgepackt, voll sein,… … Proto-Indo-European etymological dictionary